διαστολεύς

διαστολεύς
διαστολ-εύς, έως, ,
A instrument for examining cavities, dilator, Gal.19.110, Paul.Aeg.6.78; for opening a horse's mouth, Hippiatr. 2.
II cashier, title of official, BGU1064.19 (iii A. D.), Cod.Just.10.71.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαστολεύς — instrument for examining cavities masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολῆς — διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom pl διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom/voc pl διαστολή drawing asunder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολῆι — διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολῇ , διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολέας — και διαστολεύς, ο (Α διαστολεύς) [διαστέλλω] νεοελλ. 1. (χειρουργ.) όργανο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στομίων ή τών τοιχωμάτων μιας κοιλότητας τού σώματος, όπως τής μήτρας, τού στόματος κ.λπ. 2. ιατρ. μυς τού σώματος που χρησιμεύει για… …   Dictionary of Greek

  • διαστολέως — διαστολέω̆ς , διαστολεύς instrument for examining cavities masc gen sg διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστομωτρίς — διαστομωτρίς, η (Α) φρ. «διαστομωτρίς μήλη» ο διαστολεύς* …   Dictionary of Greek

  • διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολέα — διαστολέᾱ , διαστολεύς instrument for examining cavities masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”